- βάτραχος
- (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και έχει μικρά και λεπτά δόντια μόνο στην άνω σιαγόνα και στον ουρανίσκο, τα οποία δεν έχουν μασητική ικανότητα, αλλά χρησιμεύουν για να συγκρατούν τη λεία πριν από την κατάποση. Η γλώσσα, πλατιά και κολλώδης, προσφυόμενη προς τα εμπρός και ελεύθερη προς τα πίσω, εκτινάσσεται ταχύτατα έξω από το στόμα για να συλλάβει τη λεία. Στα αρσενικά υπάρχουν δύο εξωτερικοί φωνητικοί σάκοι, οι γναθοθύλακοι, γεμάτοι αέρα για την ενίσχυση της φωνής, με μια σχισμή λίγο πίσω από την άκρη των χειλέων. Τα πίσω πόδια είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένα και δίνουν στο ζώο τη δυνατότητα να κινείται με πηδήματα· τα δάχτυλά του ενώνονται με νηκτική μεμβράνη, που το διευκολύνει να κολυμπά. Το δέρμα, ποικίλο σε χρωματισμό, έχει βλεννώδεις και κοκκώδεις αδένες –συγκεντρωμένους κυρίως στις πλευρές του κορμού– οι οποίοι σχηματίζουν δύο εμφανείς προεξοχές και εκκρίνουν τοξικές και διεγερτικές ουσίες που εμποδίζουν άλλα ζώα να του επιτίθενται. Στην προστασία του β. συμβάλλουν κυρίως οι αισθήσεις της ακοής και της όρασης, καθώς επίσης και η ευκινησία του. Παρ’ όλα αυτά, ο β. δύσκολα ξεφεύγει από τη νεροφίδα, από τα κολυμβητικά και αρπακτικά πτηνά και από μερικά αρπακτικά ψάρια.
Επειδή δεν έχει πλευρά, ο β. δεν μπορεί να διευρύνει τους πνεύμονές του και έτσι ο αέρας που εισέρχεται από τα ρουθούνια δεν πηγαίνει σε αυτούς. Αναπνέει καταπίνοντας τον αέρα και εκπνέει με σύσπαση των μυών του κορμού, οι οποίοι πιέζουν τους πνεύμονες. Ο β. αναπαράγεται με αβγά (5.000-10.000), τα οποία αποθέτει το θηλυκό στο νερό κατά την άνοιξη. Ύστερα από μια εβδομάδα γεννιούνται οι προνύμφες, γνωστές με το όνομα γυρίνοι, που αναπνέουν με εξωτερικά βράγχια. Μετά από 15 ημέρες τα βράγχια εξαφανίζονται –στην πραγματικότητα όμως, μπαίνουν μέσα στο σώμα. Η μεταμόρφωση των γυρίνων σε τέλειους β., ολοκληρώνεται σε τέσσερις μήνες.
Ο β. ζει σε νερά που λιμνάζουν ή που κυλούν με ελαφρά ροή, ανάμεσα στα υδρόβια φυτά και την παρόχθια βλάστηση. Τις ζεστές ώρες της ημέρας παραμένει μέσα στο νερό και τρέφεται κυρίως με έντομα, μαλάκια και σκουλήκια. Στις περιοχές όπου ο χειμώνας είναι αρκετά βαρύς, περνά μερικούς μήνες σε κατάσταση νάρκης, κρυμμένος σε τρύπες στο χώμα ή σε λάσπες. Ο β. ο κοινός ζει στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Είναι ωφέλιμος για τον άνθρωπο, γιατί, εκτός από το κρέας που του προσφέρει (στις χώρες όπου τρώγεται), καταστρέφει πολλά επιβλαβή έντομα. Κατά το παρελθόν, ο πράσινος β. χρησιμοποιήθηκε ως πειραματόζωο για κάθε είδους βιολογικές και φυσιολογικές μελέτες.
γιγαντιαίος β. Κοινή ονομασία του αμφίβιου conrauna goliath, της οικογένειας των ρανίδων, της τάξης των άνουρων. Όπως υποδηλώνει και ο όρος, ο β. αυτός είναι ο μεγαλύτερος που υπάρχει στη Γη και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 75 εκ. (μαζί με το μήκος των ποδιών) και να ξεπεράσει τα 3 κιλά σε βάρος. Ζει στην ισημερινή Αφρική και το μέγεθός του δεν του προσφέρει κανένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα. Αντίθετα, σε συνδυασμό με την αρκετά καλή γεύση της σάρκας του, αυτό μετατρέπεται σε μειονέκτημα, γιατί προσελκύει την προσοχή των ιθαγενών κατοίκων που τον κυνηγούν.
Αβγά βατράχου στην προστατευτική γλοιώδη μάζα (φωτ. Dulevant).
Προνύμφη βατράχου, ο γνωστός γυρίνος, σε προχωρημένο στάδιο μεταμόρφωσης (φωτ. Dulevant).
Κοκκινόχρωμος βάτραχος (rana temporaria), κοινός σε μεγάλες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας· το είδος αυτό είναι πιο ανθεκτικό στο κρύο (φωτ. Igda).
Βάτραχος του γένους ράνα.
Ο βάτραχος χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τον άνθρωπο ως πειραματόζωο επιστημονικών μελετών.
* * *ο και βάθρακος, βαθρακός, βάθρακας, βαθραχός, βατρακός, βοθρακός, μποθρακός, μπουρθακλάς, σφάρδακλος, σφάρδακλας (AM βάτραχος και βάθρακος, Α και βότραχος, βρόταχος, βράταχος)1. κοινή γενική ονομασία των άνουρων αμφιβίων2. είδος ψαριού, βατραχόψαρονεοελλ.1. αυτός που πίνει πολύ νερό («είναι σωστός βάτραχος» ή «πίνει σαν βάτραχος»)2. φρ. «θα βρέξει ή θα ρίξει βατράχους» — θα βρέξει παρά πολύαρχ.1. η κοιλότητα της οπλής του αλόγου, το βατράχιον2. η νόσος βατράχιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αρχικός τ. βάτραχος ιων.-αττ., άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με ποικίλους τύπους τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική, οι οποίοι ερμηνεύονται ως εξής: ο ιων. τ. βάθρακος < (τ.) βάτραχος, με μετάθεση δασύτητας, το δε νεοελλ. βαθρακός < βάθρακος, με μετάθεση του τόνου, ενώ το επίσης νεοελλ. βάθρακας < βάθρακος, κατά τα σε -ας. Ο τ. βρόταχος (που απαντά στον Ξενοφ.) < ιων. βότραχος (με μετάθεση του -ρ-) < βάτραχος, ενώ το βράταχος (Ησύχ.) < βάτραχος, επίσης με μετάθεση του -ρ-. Από συμφυρμό του βότραχ- (του τ. βότραχος) και του βάθρακ- (του τ. βάθρακος) προήλθε το βοθρακ- στο βόθρακος > βοθρακός. Τέλος, οι νεοελλ. τ. μπουρθακλάς και σφάρδακλος θεωρούνται προϊόντα παρετυμολογίας.ΠΑΡ. βατράχι (-ιον)αρχ.βατραχ(ε)ιούς, βατραχίς, βατραχίτηςαρχ.-μσν.βατράχειοςνεοελλ.βατραχένιος.ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. βατραχομυομαχίανεοελλ.βατραχάνθρωπος, βατραχοβότανο, βατραχοειδής, βατραχοκοίλης, βατραχονέρι, βατραχόχορτο, βατραχόψαρο].
Dictionary of Greek. 2013.